- σαβαρέν
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), είδος γλυκού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαβαρέν — το, Ν είδος γλυκίσματος, αλλ. μπαμπάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. savarin, από το όν. τού Γάλλου πολιτικού και διάσημου γαστρονόμου Αnthelme Brillat Savarin] … Dictionary of Greek
Μπριγιά-Σαβαρέν, Αντέλμ — (Andhelme Brillat Savarin, Μπελέ 1755 – Παρίσι 1826). Γάλλος λόγιος. Η λαμπρή δικαστική σταδιοδρομία του και η αγάπη του προς τη μόρφωση τον βοήθησαν να γράψει νομικές και αρχαιολογικές μελέτες, αλλά και δοκίμια πολιτικής οικονομίας. Ωστόσο, τη… … Dictionary of Greek
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
μπαμπάς — (I) ο 1. πατέρας 2. ναυτ. κοινή ονομασία δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης πάνω στο κατάστρωμα πλοίου, τής οποίας προορισμός είναι η πρόσδεση σχοινιού για τη ρυμούλκηση τού σκάφους 3. αρχιτ. ορθοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική… … Dictionary of Greek